- νοσομελής
- νοσομελής, -ές (Α)βλ. νουσομελής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
νουσομελής — και νοσομελής, ές (Α) αυτός ο οποίος έχει μέλη που νοσούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + μελής (< μέλος), πρβλ. υγρο μελής] … Dictionary of Greek